- αστέισμα
- ἀστέϊσμα, το (Μ) [αστεΐζομαι]ευφυολόγημα, πνευματώδης λόγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστείσμασι — ἀστέισμα witticism neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστείσματα — ἀστέισμα witticism neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)